κηπουρῶν

κηπουρῶν
κηπουρέω
practise gardening
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
κηπουρός
keeper of a garden
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • κουρευτικός — ή, ό (Α κουρευτικός, ή, όν) [κουρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα, αυτός με τον οποίο γίνεται το κούρεμα («κουρευτικά μαχαιρίδια», Ολυμπ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κουρευτικά η αμοιβή τού κουρέα, τού κουρευτή 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… …   Dictionary of Greek

  • Δωροθέα — I (4ος αι.). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και παρθενομάρτυς. Καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας. Βασανίστηκε και τελικά καταδικάστηκε σε θάνατο με αποκεφαλισμό. Κατά τη δυτική χριστιανική παράδοση, όταν την οδηγούσαν στο μαρτύριο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”